μονόκωπος

μονόκωπος
μονόκωπος
with one oar
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μονόκωπος — η, ο (Α μονόκωπος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο κουπί νεοελλ. (για λέμβο) αυτή που έχει έναν κωπηλάτη σε κάθε πάγκο αρχ. αυτός που έχει ένα μόνο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κωπος(< κώπη «κουπί»), πρβλ. μακρό κωπος] …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”